- συγκυρίαν
- συγκυρίᾱν , συγκυρίαchancefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγκυρία — η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)] 1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία 2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» κατά τύχη, τυχαία νεοελλ. φρ. «οικονομική συγκυρία» (οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την… … Dictionary of Greek